τενόρος

τενόρος
Λέγεται και οξύφωνος. Η οξύτερη από τις ανδρικές φωνές. Στο επτάκλειδο, που αποτελεί το σύνολο των 7 μουσικών κλειδιών, το κλειδί του τ., μαζί με τα κλειδιά της σοπράνο, της μετζοσοπράνο και της κοντράλτο, περιλαμβάνεται στην κλάση του ντο. Η φωνή του τ. υποδιαιρείται συνήθως (σχεδόν όπως και της σοπράνο) σε τ. λυρικό (ανυπέρβλητοι ήταν οι Καρούζο και Τζίλι) και σε τ. δραματικό (εδώ πρέπει να αναφερθούν οι Λάουρι - Βόλπι και Ντελ Μόνακο) και σε τ. λετζέρο (εδώ ξεχώριζε η φωνή του Τίτο Σκίπα). Από τις ομοιότητες σε ένταση και ηχόχρωμα, ο όρος χρησιμοποιείται και για μερικά όργανα: π.χ. το σαξόφωνο τενόρε και το τρομπόνι τενόρε. Κατά τον 18o και τον 19o αι. σημείωσε κάποια επιτυχία και το βιολί τενόρε, όργανο μεταξύ βιόλας και βιολοντσέλου. Η λέξη tenor, από τα λατινικά, σήμαινε ήδη πριν από τον 10o αι. τη φωνή (ή το μέρος) που κρατούσε (teneva) το θέμα του σταθερού βασίμου (cantus firmus) επάνω στο οποίο στηριζόταν το πολυφωνικό ή αντιστικτικό πλέγμα. Ο διάσημος ιταλός τενόρος Λουτσιάνο Παβαρότι (φωτ. ΑΠΕ)
* * *
ο, Ν
μουσ. α) τραγουδιστής, τού οποίου η φωνή κινείται σε υψηλή φωνητική έκταση
β) το μουσικό όργανο που έχει παρόμοια έκταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tenore < λατ. tenor, -oris «συνέχεια, διάρκεια» (< teneo «κρατώ»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τενόρος — ο (λ. ιταλ.), τραγουδιστής με οξεία, ψιλή φωνή, οξύφωνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρομπόνι — Πνευστό μουσικό όργανο, της οικογένειας των χάλκινων. Χρησιμοποιούμενο περίπου με το σημερινό σχήμα του από τον 14o αι., διαδιδόταν όλο και περισσότερο. Ο μοναχός Μαρέν Μερσέν (1588 1648) το κατέγραψε στη Γενική αρμονία (Harmonie universelle,… …   Dictionary of Greek

  • τενορίνος — ο, Ν [τενόρος] τενόρος …   Dictionary of Greek

  • Καρέρας, Χοσέ — (Jose Maria Carreras Coll, Βαρκελώνη 1946 –). Ισπανός τενόρος. Άρχισε μουσικές σπουδές σε ηλικία 7 ετών στο ωδείο της γενέτειράς του. Από το 1964, ενώ ήταν φοιτητής στο χημικό τμήμα του πανεπιστημίου της Βαρκελώνης, παρακολούθησε μαθήματα… …   Dictionary of Greek

  • Καρούζο, Ενρίκο — (Enrico Caruso, Νάπολη 1873 – 1921). Ιταλός τενόρος. Αρχικά χρημάτισε ψάλτης σε εκκλησία και σε ηλικία 21 ετών εμφανίστηκε στο Νέο Θέατρο της Νάπολης στην όπερα του Μορέλι Ο φίλοςΦραγκίσκος (L’amico Francesco). Αυτή η εμφάνιση σηματοδότησε τη… …   Dictionary of Greek

  • οξύφωνος — η, ο (Α ὀξύφωνος, ον) αυτός που έχει οξεία, διαπεραστική φωνή («ὀξύφωνος ὡς ἀηδών», Σοφ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οξύφωνος ο αοιδός που έχει ψιλή ανδρική φωνή, ο τενόρος, σε αντιδιαστολή προς τον βαρύτονο ή βαθύφωνο αρχ. αυτός που έχει λεπτή… …   Dictionary of Greek

  • υψίφωνος — Βλ. λ. σοπράνο. * * * η, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που έχει την πιο υψηλή, την πιο οξεία στην μουσική έκταση φωνή 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο και η υψίφωνος αοιδός τού λυρικού θεάτρου, η σοπράνο και ο τενόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + φωνος… …   Dictionary of Greek

  • Γουέμπστερ, Μπέντζαμιν Φράνσις — (Benjamin Francis Webster, Κάνσας, Μισούρι 1909 – Άμστερνταμ 1973). Αμερικανός σαξοφωνίστας. Υπήρξε ο πιο διάσημος τενόρος σαξοφωνίστας της εποχής του σουίνγκ, μετά τον Κόουλμαν Χόκινς. Ξεκίνησε από την παιδική του ηλικία να μαθαίνει βιολί,… …   Dictionary of Greek

  • Δελένδας, Αντώνιος — (Κωνσταντινούπολη 1906 – Αθήνα 1966). Τενόρος της όπερας. Σπούδασε αρχικά βιολί και ήταν μέλος της Συμφωνικής Ορχήστρας με διευθυντή τον Δημήτρη Μητρόπουλο. Το 1924, άρχισε μαθήματα φωνητικής μουσικής και, μετά την ολοκλήρωσή τους, εργάστηκε στο… …   Dictionary of Greek

  • Κοκκολιός, Γεώργιος — (1916 – 1964). Καλλιτέχνης του μελοδράματος. Σπούδασε στο Εθνικό Ωδείο, απ’ όπου αποφοίτησε το 1948. Διακρίθηκε αρχικά ως τενόρος στη χορωδία της αθηναϊκής εκκλησίας και σε σχετικά σύντομο διάστημα αποτέλεσε ένα από τα βασικά μέλη της Λυρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”